προσφορά — προσφορά̱ , προσφορά bringing to fem nom/voc/acc dual προσφορά̱ , προσφορά bringing to fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφορᾷ — προσφορά bringing to fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… … Dictionary of Greek
πρόσφορα — πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφορᾶι — προσφορᾷ , προσφορά bringing to fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφοράν — προσφορά̱ν , προσφορά bringing to fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφοράς — προσφορά̱ς , προσφορά bringing to fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτέρισμα — Προσφορά προς τιμήν του νεκρού, κατά την αρχαιότητα. Η λέξη προέρχεται από την λέξη κτέρας, που σήμαινε την ιδιοκτησία ή το δώρο. Κ. ονομάζονται κυρίως τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού, τα οποία τοποθετούσαν κοντά του και μέσα στον τάφο ή… … Dictionary of Greek
προσφοραῖς — προσφορά bringing to fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφοραί — προσφορά bringing to fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)